BANNER ME POS 987x100px

tsakiridis

Δείτε τις προσφορές!

ΓΕΡΟΥΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Εμπορία Ελαστικών - Ζαντών

ΦΩΤΙΑΔΗΣ  Θέρμανση - Κλιματισμός - Φυσικό Αέριο - Υγραέριο - Αντλίες Θερμότητας - Ανακαινίσεις

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ Γραφείο Τελετών

access ban20

pistofidis ban1

super course

Προτεινόμενα θέματα κοινωνιολογίας για τις Πανελλήνιες εξετάσεις

Επιστρέφουμε στα θρανία και επικεντρωνόμαστε στις εξετάσεις! Από Δευτέρα 10/5/2021 το φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης ΕΝΑ, σε συνεργασία με τον Πληροφοριοδότη, προτείνει στοχευμένα θέματα για τις πανελλήνιες εξετάσεις!

Σήμερα το Φροντιστήριο ΕΝΑ παρουσιάζει ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Θέμα Α

Α1. Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες με το γράμμα Σ (Σωστό) και με το γράμμα Λ (Λάθος).

α. Στην ορθολογική εξουσία δεν συγχωρείται η κατάχρηση εξουσίας και η άσκηση των καθηκόντων γίνεται μέσα στα όρια του νόμου.

β. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, ο ορθολογικός τρόπος δράσης και οργάνωσης της βιομηχανική – καπιταλιστικής κοινωνίας στηρίζεται στην επιστήμη και δεν συσχετίζεται με την εξέλιξη της τεχνολογίας.

γ. Τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των νέων της Ευρώπης σε συλλογικές οργανώσεις σχετίζονται αποκλειστικά με την έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης.

δ. Η παρεχόμενη γνώση και ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος εξαρτώνται από το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο και αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο διακύβευμα των σύγχρονων κοινωνιών.

ε. Η διατυπωθείσα από τον Κοντ την άποψη ότι η κοινωνιολογία, εφαρμόζοντας την επιστημονική παρατήρηση, συμβάλλει στην πρόβλεψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι και σήμερα ευρέως αποδεκτή.

Μονάδες 15

Α2. Να επιλέξετε το γράμμα της πρότασης που περιλαμβάνει τη σωστή απάντηση.

1. Η άποψη του Μαρξ σχετικά με το εποικοδόμημα είναι ότι καθορίζεται από:

α. Την αλλαγή του κόσμου και όχι μόνο τη μελέτη του.

β. Τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής.

γ. Τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και τους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής.

δ. Την ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και της πάλης των τάξεων.

2. Βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας της πληροφορίας θεωρείται:

α. Οι νέες μέθοδοι μάθησης, στις οποίες κυρίαρχη θέση έχει ο άνθρωπος.

β. Η εξειδίκευση των πολιτών στους χώρους εργασίας.

γ. Η δυνατότητα γρήγορης συλλογής, αξιοποίησης, επεξεργασίας και μετάδοσης μεγάλου όγκου πληροφοριών.

δ. Ισχύουν όλα τα παραπάνω.

Μονάδες 10

Θέμα Β

Β1. Τι γνωρίζετε για το κοινωνικό κράτος και ποιους στόχους θέτει; Πώς επιτυγχάνεται η ανακατανομή του πλούτου;

Μονάδες 10

Β2. Ποιες διαφορές μπορείτε να εντοπίσετε ανάμεσα στη βιομηχανική και τη μεταβιομηχανική κοινωνία;

Μονάδες 15

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Θέμα Γ

Γ1. Η δύναμη και η  κατανομή της σε άτομα και ομάδες είναι ζήτημα που απασχόλησε διαχρονικά την επιστήμη της κοινωνιολογίας.

α. Πώς ερμηνεύουν τη δύναμη οι μελετητές της πολιτικής οργάνωσης; Ποιες διαστάσεις, πολιτικές και κοινωνικές της αποδίδει ο Βέμπερ;                                                                                         (Μονάδες 8)

β. Από πού αντλείται η δύναμη στους τρεις τύπους εξουσίας που ορίζει ο Βέμπερ;          (Μονάδες 5)

Μονάδες 13

Γ2. Ποια σχέση αναπτύσσεται μεταξύ της εκπαίδευσης και της κοινωνίας της πληροφορίας;

Μονάδες 12

Θέμα Δ

Δ1. Να παρουσιάσετε τη φροϋδική αντίληψη για την ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας του ατόμου με την προσέγγιση που υιοθετεί η συμβολική αλληλεπίδραση για την κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Παρατηρείτε ομοιότητες ή διαφορές;

Μονάδες 13

Δ2. Περιγράψτε τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανική επανάσταση, εστιάζοντας ιδιαίτερα στα παιδιά. Ποιες είναι οι διαστάσεις του φαινομένου της παιδικής εργασίας σήμερα;

Μονάδες 12

Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Θέμα Α

Α1.α - Σ

Α1.β - Λ

Α1.γ - Λ

Α1.δ - Σ

Α1.ε - Λ

Α2.α - β

Α2.β – γ

Θέμα Β

Β1. Στο ερώτημα αν πράγματι μπορούν να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές ανισότητες, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά υπάρχουν διαφορετικές θεωρήσεις βάσει των οποίων μπορεί να δοθεί απάντηση. Γενικά, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων εξαρτάται από τη φύση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και των κατευθύνσεών του. Επομένως οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε κοινωνία.

Το «κοινωνικό κράτος» αναφέρεται για πρώτη φορά στο Γερμανικό Σύνταγμα (1949), το οποίο και καθιερώνει τα κοινωνικά δικαιώματα (υγεία, εργασία, ασφάλιση κτλ.) και οδηγεί σε μια πολιτική παροχών προς τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα. Η δημιουργία συνεπώς του κοινωνικού κράτους (κράτους πρόνοιας) της συλλογικής δηλαδή αντιμετώπισης των ανισοτήτων, προσβλέπει σε μια ανακατανομή του πλούτου.

Η ανακατανομή του πλούτου σε μια κοινωνία επιτυγχάνεται με διάφορα μέτρα όπως:

  • την πολιτική μισθών (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οικογενειακά επιδόματα κ.ά.),
  • τη φορολογική πολιτική με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης στους οικονομικά ασθενέστερους (π.χ. μείωση φόρων για τις πολυμελείς οικογένειες, μείωση αναλογίας έμμεσων-άμεσων φόρων),
  • την κοινωνική ασφάλιση (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συνταξιοδότηση, επιδόματα σε άτομα με ειδικές ανάγκες κ.ά.),
  • την πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. συμβουλευτική),
  • την πρόσβαση σε αγαθά πολιτισμού (π.χ. κοινωνικός τουρισμός ελεύθερη είσοδος σε μουσεία, εκδηλώσεις κ.ά.).

(σελίδες 127-128 του σχολικού βιβλίου)

Β2.

Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η μεταβιομηχανική κοινωνία σηματοδοτεί μια φάση στην ιστορία κατά την οποία γίνεται εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώπινης ευφυΐας και λογικής κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό, γεγονός που οδήγησε στην παραγωγή των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας.

Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όπως η βιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, των επενδύσεων και της παραγωγής, κατά έναν ανάλογο τρόπο η λεγόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία οργανώθηκε και λειτούργησε γύρω από τον τομέα της γνώσης. Φυσικά καμιά οικονομική διαδικασία και κανενός είδους παραγωγή δεν είναι εφικτές χωρίς ένα ελάχιστο επίπεδο τεχνογνωσίας. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία όμως -και εξαιτίας της επιστημονικής ανάπτυξης- η γνώση έγινε το σταυροδρόμι για την οργάνωση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων. «Ενώ η βιομηχανική κοινωνία εστίαζε στο εργοστάσιο ως κύρια πηγή προϊόντων, η μεταβιομηχανική κοινωνία εστιάζει στο πανεπιστήμιο ως κύρια πηγή θεωρητικής γνώσης» (Ε. Εtzioni Haleνy, 1999:49). Έτσι, παρατηρείται ότι η ανάπτυξη της γνώσης και της βιομηχανίας της πληροφορίας σηματοδοτεί τη σύγχρονη κοινωνία.

Είναι φανερό από τις μελέτες που αφορούν τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης ότι η βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση εργοδοτών και εργαζομένων. Η σύγκρουση αυτή, που οδήγησε στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος (με τη διατύπωση αιτημάτων που αφορούν το ύψος των ημερομισθίων, την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και τις συνθήκες εργασίας), συνεχίζεται. Βέβαια το πλαίσιο των διεκδικήσεων έχει αλλάξει (π.χ. αλλαγές που επήλθαν στο εργασιακό περιβάλλον λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων), όμως και στη μεταβιομηχανική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε για συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν οι «φωνές» και οι διεκδικήσεις διάφορων κοινωνικών ομάδων ή μειονοτήτων (όπως π.χ. των γυναικών, των μεταναστών κ.ά.), οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων αυτών.

(σελίδες 35-36 του σχολικού βιβλίου)

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Θέμα Γ

Γ1.α.

Όσοι μελετούν τις πολιτικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, όταν αναφέρονται στην έννοια της δύναμης, τη διακρίνουν από την εξουσία. Η δύναμη αποτελεί στοιχείο όλων των κοινωνικών σχέσεων και προσδιορίζεται ως η ικανότητα των ατόμων ή των ομάδων να επιβάλουν τη θέλησή τους ή να εκφράσουν τα συμφέροντά τους (να διαμαρτυρηθούν, να ασκήσουν πίεση εκεί που πρέπει, να κηρύξουν απεργία κ.ά.). Η εξουσία, αντίθετα, ορίζεται ως η νόμιμη χρήση της βίας (συνήθως από μέρους του κράτους).

Ο Βέμπερ όρισε τη δύναμη ως την ικανότητα άσκησης ελέγχου της συμπεριφοράς. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να παρακινούν τα πλήθη, να επηρεάζουν ή και να αλλάζουν τις απόψεις των ακροατών τους, να «δίνουν ταυτότητα» σε ένα κοινωνικά ανομοιογενές πλήθος, άνθρωποι δηλαδή που είναι προσωπικότητες με μεγάλη επιρροή.

 (σελίδα 134 του σχολικού βιβλίου)

Ο Βέμπερ χρησιμοποιεί επίσης την έννοια της δύναμης ως τη βάση για έναν από τους τρεις τύπους κοινωνικής διαστρωμάτωσης που προτείνει. Πιο συγκεκριμένα, Ο δεύτερος τύπος διαμορφώνεται με βάση την κατανομή της δύναμης μεταξύ των ατόμων, πράγμα που σημαίνει την επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένα άτομο στη δράση μιας ομάδας.

 (σελίδα 119 του σχολικού βιβλίου)

Ένα άλλο είδος δύναμης κατά το Γερμανό κοινωνιολόγο είναι η κοινωνική επιβολή ή η εξουσία. Η εξουσία απαιτεί τη χρήση βίας (καταναγκασμού) ή την απειλή χρήσης βίας για την άσκηση ελέγχου. Βέβαια, στις οργανωμένες κοινωνίες δυτικού τύπου στις οποίες ζούμε η χρήση φυσικής βίας από ιδιώτη ή ακόμη από οργανωμένη ομάδα είναι παράνομη. Η μόνη αρχή που νομιμοποιείται να ασκήσει βία είναι η κεντρική πολιτική αρχή και οι μηχανισμοί της, στους οποίους εμπιστεύεται το δικαίωμα αυτό. Αυτή η κεντρική πολιτική αρχή είναι το κράτος, που κατέχει, σύμφωνα με τον Βέμπερ, το μονοπώλιο της έννομης βίας.           (σελίδα 134 του σχολικού βιβλίου)

Γ1.β.

Η νομιμότητα της δύναμης στην παραδοσιακή εξουσία προέρχεται από το εθιμικό δίκαιο (δηλαδή από τις συνήθειες και τις παραδόσεις που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη). Αυτό το είδος της παραδοσιακής εξουσίας που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πατέρα-αρχηγού, μπορεί να το συναντήσει κανείς στις εκτεταμένες οικογένειες της αγροτικής κοινωνίας.

Στη χαρισματική εξουσία η δύναμη συνίσταται στο «χάρισμα», τον ηρωισμό ή τις ηγετικές ικανότητες που διαθέτει ο χαρισματικός ηγέτης. Η χαρισματική εξουσία υπάρχει στη δύναμη «...της συναισθηματικής αφοσίωσης στο πρόσωπο του κυρίου και τα χαρίσματά του, ιδιαίτερα στις υπερφυσικές του ικανότητες...τον ηρωισμό του, τη δύναμη του πνεύματος ή του λόγου του...». Χαρακτηριστικός τύπος ηγέτη αυτής της μορφής εξουσίας είναι ο προφήτης, ο ήρωας πολέμου, ο δημαγωγός.

Σε αυτό τον τύπο διακυβέρνησης η δύναμη βρίσκεται περισσότερο στα «γραφεία» παρά στα πρόσωπα που τα στελεχώνουν (τους γραφειοκράτες). Αυτό συμβαίνει διότι όσοι κατέχουν μια θέση στα κυβερνητικά γραφεία αναμένεται να λειτουργούν στη βάση συγκεκριμένων νόμων, κανόνων και ρόλων. Όταν, για παράδειγμα, εκλέγεται νέος πρόεδρος της δημοκρατίας, ο απερχόμενος πρόεδρος γίνεται ιδιώτης και χάνει τα όποια προνόμιά του. Η άσκηση των καθηκόντων κάθε ρόλου γίνεται εντός των νόμιμων ορίων, και δε συγχωρείται κατάχρηση εξουσίας.

(σελίδες 135-137 του σχολικού βιβλίου / οι αναφορές με τα κόκκινα γράμματα συνιστούν παράδειγμα και μπορούν να παραλειφθούν)

Δ1.α.

Ο Φρόυντ, που ως ψυχίατρος είναι γνωστός κυρίως για την ανάπτυξη της θεωρίας της προσωπικότητας, διατύπωσε μια θεωρία που έχει δύο διαστάσεις. Η δεύτερη διάσταση αφορά την ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας και σχετίζεται περισσότερο με την ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η προσωπικότητα του ατόμου αποτελείται από τρία μέρη:

  • Το «εκείνο» (id), το οποίο περιλαμβάνει τα βιολογικά ένστικτα και τις ροπές και λειτουργεί με βάση την άμεση ικανοποίηση των αναγκών (το ασυνείδητο).
  • Το «υπερεγώ» (superego), το οποίο αποτελεί το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που η κοινωνία επιβάλλει στα μέλη της.
  • Το «εγώ» (ego), που αποτελεί τη συνειδητή πλευρά της προσωπικότητας, τις ψυχικές λειτουργίες με τις οποίες το άτομο ενεργεί. Το «εγώ» έχει ως βάση την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίζεται από τις εσωτερικές παρορμήσεις του «εκείνο», αλλά και από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η κοινωνία.

Από το «εκείνο», δηλαδή το ασυνείδητο, αναδύονται οι παρορμήσεις, τα ένστικτα και οι βιολογικές ορμές, οι οποίες συχνά συγκρούονται με το «υπερεγώ», δηλαδή την κοινωνία και τον πολιτισμό. Για να μπορέσει το άτομο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που του προκαλούν ένταση και άγχος, καταφεύγει συχνά σε μηχανισμούς άμυνας. Ο Φρόυντ έχει περιγράψει έναν αριθμό αμυντικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι κυρίως έργο του «εγώ». Λειτουργούν όμως υποσυνείδητα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ των τριών μερών της προσωπικότητας. Επομένως το «εγώ» λειτουργεί συχνά ως εξισορροπητικός μηχανισμός ανάμεσα στο «εκείνο» και το «υπερεγώ».                                                                                                 (σελίδα 55 του σχολικού βιβλίου)

Σύμφωνα με τη σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου. Η συνεχής αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον (ή τους άλλους) είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας.                                                                               (σελίδες 22-23 του σχολικού βιβλίου)

Με την προσέγγισή του ο Μιντ συνέβαλε στη διχοτόμηση του εαυτού στο «εμέ» και το «εγώ». Ο «εαυτός» αποδίδεται με την έννοια του κοινωνικού «εμέ» (Me) σε αντιδιαστολή με το ψυχικό «εγώ» (I). «Το Εμέ αποτελεί τη σταθερή δομή του Εαυτού, σε αντίθεση με το Εγώ το οποίο αποτελεί την αυθόρμητη πλευρά του». Το «εμέ» αντιπροσωπεύει την κοινωνία, δηλαδή όλο εκείνο το σύστημα των προτύπων και των αξιών που αφομοιώνονται με την κοινωνικοποίηση. Το «εγώ» αντιπροσωπεύει τις παρορμήσεις του ατόμου, το αυθόρμητο και απρόβλεπτο μέρος του κοινωνικού του εαυτού.                                                                                          (σελίδες 57-58 του σχολικού βιβλίου)

                Διαπιστώνουμε ότι για τον Φρόυντ ο κοινωνικός εαυτός αποτελείται από τρία μέρη ενώ αντίθετα για τον Μιντ από δύο. Παρόλο που και οι δύο συμπεριλαμβάνουν στη θεωρία τους το «εγώ», του αποδίδουν διαφορετικό περιεχόμενο. Για τον Φρόυντ το «εγώ» είναι η συνειδητή πλευρά της προσωπικότητας και παράγοντας ισορροπίας ανάμεσα στο «εκείνο» και το «υπερεγώ». Αντίθετα, ο Μιντ στο «εγώ» συμπεριλαμβάνει τις παρορμήσεις του ατόμου, τις οποίες ο Φρόυντ εντάσσει στο «εκείνο». Ο Μιντ «συμπυκνώνει» στο «εμέ» όσα ο Φρόυντ συμπεριλαμβάνει με την πιο διεισδυτική του ανάλυση στα «εγώ» και «υπερεγώ». (η § θεωρείται χρήσιμη γιατί το ερώτημα ζητάει τη συγκριτική παρουσίαση των δύο θεωριών)

Δ2.

Με τη βιομηχανική επανάσταση η εργασία διαφοροποιείται σημαντικά. Εμφανίζεται η μισθωτή εργασία, που προκαθορίζεται από τον εργοδότη. Με τη βιομηχανική επανάσταση η εργασία γίνεται ο όρος ύπαρξης της εργατικής τάξης και η πηγή πλουτισμού της αστικής τάξης (υπεραξία).

Την εποχή εκείνη οι εργάτες δούλευαν στο εργοστάσιο 12 έως 15 ώρες την ημέρα, μέσα στη βρομιά, το κρύο, την υγρασία και τα χημικά, ξεπερνώντας πολλές φορές τη φυσική τους αντοχή. Ακόμη και μικρά παιδιά ακολουθούσαν τους ρυθμούς της εργασίας των ενηλίκων και δούλευαν από την ηλικία των 4 χρόνων με την απειλή μαστιγίου. Έτσι, η βιομηχανική επανάσταση θέτει ένα άλλο τεράστιο ζήτημα: τα δικαιώματα του παιδιού.

Μια σημαντική συνέπεια της φτώχειας είναι και η παιδική εργασία, η οποία εμφανίζεται τόσο στον αναπτυσσόμενο όσο και στον αναπτυγμένο κόσμο. Επισημαίνεται ότι τα εργαζόμενα παιδιά προέρχονται συνήθως από κοινωνίες στις οποίες ο οικογενειακός ιστός έχει διαρραγεί (πόλεμοι-εμφύλιες συρράξεις) ή από οικογένειες φτωχές και πολυμελείς, που δε διαθέτουν τα μέσα να συντηρήσουν όλα τα μέλη τους.

Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, 250 εκατομμύρια είναι σε όλο τον κόσμο τα παιδιά που υφίστανται οικονομικής ή άλλης φύσεως εκμετάλλευση: παιδιά στην πορνεία, παιδιά σκλάβοι, στα χαρακώματα, μικροπωλητές, παιδιά που εργάζονται σε βιομηχανίες τροφίμων, πετροχημικών, ανακύκλωσης σκουπιδιών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, και σύμφωνα με στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από ιδρύματα τα οποία δραστηριοποιούνται στον τομέα της προστασίας του παιδιού στη χώρα μας (π.χ. Ίδρυμα Μαραγκοπούλου) οι εργαζόμενοι ανήλικοι το 1997 ανέρχονταν σε 79.000 (παιδιά 14-19 ετών), ενώ περίπου 3.000 υπολογίζονταν τα παιδιά που είχαν πέσει θύματα εκμετάλλευσης. Ακόμη υποστηρίζεται ότι το ζήτημα της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης διευρύνεται, καθώς η λεγόμενη «κρυφή» εργασία στη βιοτεχνία και τη γεωργία γνωρίζει σοβαρή άνθηση.[1]

Από έρευνα της UNICEF (2000) με θέμα «Τα παιδιά των φαναριών» προκύπτει ότι 5.800 παιδιά ζούσαν και εργάζονταν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στους δρόμους. Τα παιδιά αυτά ήταν ηλικίας από 2 ως 15 ετών και δραστηριοποιούνταν σε όλο το Λεκανοπέδιο της Αττικής. Κατοικούσαν σε υπόγεια, σε σκηνές, σε πρόχειρους καταυλισμούς, ακόμα και σε βαγόνια, σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα κτλ., ενώ το 2% δήλωσε άστεγο. Στο σύνολο του δείγματος (955 παιδιά) το 61% ήταν αγόρια, το 44,1% προερχόταν από ελληνικές οικογένειες, ενώ τα υπόλοιπα ήταν παιδιά μεταναστών ή προσφύγων.

Ένα σημαντικό μέρος αυτών των παιδιών βρισκόταν στην Ελλάδα χωρίς τους γονείς τους, ενώ ελάχιστα (20%) πήγαιναν σχολείο. Πολλά παιδιά δήλωσαν ότι «εργοδότης» τους δεν είναι κάποιος από τους γονείς τους. Τους επιβάλλονταν τιμωρίες, αν δεν ήθελαν να πάνε για δουλειά ή έκαναν μικρή είσπραξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά παιδιά δήλωσαν ως τιμωρίες, εκτός από το ξύλο, το ότι δεν τους έδιναν φαγητό ή ότι τα απειλούσαν να τα διώξουν από το μέρος όπου διέμεναν...» (UNICEF-ALCO, 2000).

Στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας η εκμετάλλευση των παιδιών αποτελεί προσβολή για τον αναπτυγμένο κόσμο. Η απορία της μικρής Ρίνας «αν δε δουλέψω, πώς θα ζήσω;» θέτει το θέμα της αντιμετώπισης των ανισοτήτων και της φτώχειας στη βάση της ανάπτυξης της παγκόσμιας κοινωνίας. Δεν μπορεί να νοηθεί ανάπτυξη στο σύγχρονο κόσμο, όταν οι ανισότητες ανάμεσα στα κράτη και στα άτομα μεγεθύνονται. Οι ανισότητες αυτές προκαλούν τον αποκλεισμό των ατόμων από βασικά αγαθά, όπως είναι η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και πολιτισμού.

(σελίδες 125-126 του σχολικού βιβλίου)

[1] Όσα χωρία σημειώνονται με έντονα γράμματα, είναι απαραίτητα στην απάντηση. Οι ονομαστικές αναφορές στις έρευνες μπορούν να παραλειφθούν.

methodos orizontio

https://www.pliroforiodotis.gr/index.php/news/society-menu/education-menu/92749-smarteching-education-4

meta morfo22

protonio ban egraf

kyriazis

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

sidiropoulos

studio 69