Εκπαιδευτήρια Βέροιας: Ενδεικτικές απαντήσεις σε Αρχαία Ελληνικά Θεωρητική Κατεύθυνσης
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
A. "Επομένως οι αρετές δεν γεννιούνται μέσα μας ούτε εκ φύσεως ούτε αντίθετα με τη φύση, αλλά εμείς έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε ενώ τελειοποιούμαστε σ' αυτές με τον εθισμό. Και επιπλέον, για όσα υπάρχουν σ' εμάς εκ φύσεως, πρώτα βρισκόμαστε εφοδιασμένοι με τη δυνατότητα τους (να ενεργήσουν) και ύστερα προχωρούμε στις (αντίστοιχες) ενέργειες (πράγμα το οποίο γίνεται φανερό στις αισθήσεις μας • πράγματι, τις αισθήσεις [της όρασης ή της ακοής] δεν τις αποκτήσαμε έχοντας δει ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά, αντίθετα, έχοντας τις κάναμε χρήση τους • δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους) • τις αρετές όμως τις αποκτούμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς (συμβαίνει) και στις άλλες τέχνες • αυτά δηλαδή που πρέπει να τα κάνουμε, αφού πρώτα τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντας τα • για παράδειγμα οι άνθρωποι γίνονται οικοδόμοι χτίζοντας σπίτια και κιθαριστές παίζοντας κιθάρα • με τον ίδιο τρόπο λοιπόν κάνοντας δίκαιες πράξεις γινόμαστε δίκαιοι, κάνοντας σώφρονες πράξεις (γινόμαστε) σώφρονες και κάνοντας ανδρείες πράξεις (γινόμαστε) ανδρείοι".
B1.Διακρίνει λοιπόν ο Αριστοτέλης δυο μορφές της αρετής α) τη διανοητική και β) την ηθική.. Οι διανοητικές αρετές, σχετίζονται με το «λόγον έχον» μέρος της ψυχής . Γενικώς, στο έργο του Αριστοτέλη, ως διανοητικές αρετές λογίζονται η επιστήµη, η τέχνη, η φρόνηση, ο νους, η σοφία. Οι διανοητικές είναι πνευµατικές αρετές: κατηγοριοποιούνται στην τάξη του νου, όπου ο άνθρωπος έχει ήδη συλλέξει πολλές εµπειρίες και µπορεί έτσι να σκεφτεί πιο καθολικά. Αυτές οι αρετές γεννιούνται και καλλιεργούνται ή αναπτύσσονται µε τη διδασκαλία. Εξ αιτίας αυτού του τρόπου ανάπτυξής τους απαιτούν χρόνο πολύ και εµπειρία πλούσια. β. Ηθικές αρετές, (=αυτές που περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου): Έχουν σχέση με το ἐπιθυμητικόν μέρος της ψυχής και είναι αποτέλεσμα εθισμού και εξοικείωσης. Οι ηθικές αρετές σχετίζονται µε συναισθήµατα και πράξεις και κατανοούνται ως εκείνες οι ψυχικές διαθέσεις που επηρεάζουν ή κατευθύνουν ορισµένα συναισθήµατα και παράλληλα υπαγορεύουν ή ελέγχουν τη σωστή δράση. Οι ηθικές αρετές ανάγουν τη γένεσή τους και την τελείωσή τους στο έθος: στη συνεχή άσκηση και στον εθισµό του ανθρώπου σε ηθικές πράξεις. Ως εκ τούτου, αυτού του είδους οι αρετές δεν είναι έµφυτες µέσα µας. Η διανοητική αποκτάται µε τη διδασκαλία. Πιο ειδικά είναι προϊόν µαθησιακής διαδικασίας, η οποία δεν αρχίζει και δεν τελειώνει από τη µια στιγµή στην άλλη. Συνιστά µια εξελικτική πράξη στο χρόνο. Η διανοητική αρετή χρωστάει και τη γένεση και την αύξησή της κατά κύριο λόγο στη διδασκαλία και γι αυτό εκείνο που χρειάζεται γι' αυτήν είναι η πείρα και ο χρόνος. Πρόκειται για λογικές ανάγκες, εφόσον ο τρόπος απόκτησής τους είναι η διδασκαλία. Για να καλλιεργηθεί η διάνοια, η σοφία και η σύνεση, πρέπει να ακολουθηθεί μια μακροχρόνια διδακτική διαδικασία. Αυτή θα εξοπλίζει διαρκώς το μαθητευόμενο με εμπειρίες, με γνώσεις και με τον τρόπο αυτό θα συμβάλλει στην ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, δηλαδή στην αύξηση των διανοητικών αρετών. Για τη µετάδοση της διανοητικής αρετής την κύρια ευθύνη έχει ο διδάσκων, ο «δάσκαλος», ο οποίος πρωτίστως γίνεται φορέας επιστηµονικής γνώσης [=θεωρητική σοφία], αλλά παράλληλα καλλιεργεί στο µαθητή και τη φρόνηση [=πρακτική σοφία]. Η φρόνηση είναι θεµελιώδης ποιότητα ή ιδιότητα της σκέψης και συντελεί, κάθε θεωρητική επίδοση να συµπορεύεται µε την πράξη. Ο δάσκαλος διαµεσολαβεί το λογισµό και την ψυχή των µαθητών µε γνώση και παράγει τη µάθηση. Αυτός, με την ικανότητά του, το ζήλο, τη μεταδοτικότητά του, θα γίνει ο βασικός παράγοντας που θα εμφυσήσει και στη συνέχεια θα αυξήσει τις διανοητικές αρετές του νέου ανθρώπου. Σε αντίθεση με τις διανοητικές αρετές, οι οποίες καλλιεργούνται με τη διδασκαλία, οι ηθικές αρετές γίνονται κτήμα του ανθρώπου με τον εθισµό και τη συνήθεια. Τούτο σηµαίνει ότι η ηθική αρετή δεν εισάγεται απ' έξω στην ψυχή του ανθρώπου µε τη γνώση ή τη διδασκαλία του ηθικού κανόνα, αλλά απαιτεί την άσκηση του άλογου µέρους της ψυχής κατά τις επιταγές του λογικού µέρους και κατ' επανάληψη. Όσο δηλαδή ένας άνθρωπος συνηθίζει να ενεργεί με κάποιον τρόπο, τόσο περισσότερο αποκτά στο χαρακτήρα του την ιδιότητα αυτής της πράξης του. Δηλαδή, με το να συνηθίζει να εθίζεται ένας άνθρωπος σε δίκαιες, γενναίες κ.λπ. πράξεις, γίνεται δίκαιος, γενναίος κ.λπ.. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι στις ηθικές αρετές -σε αντίθεση με τις διανοητικές, όπου ο διδάσκαλος έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο-αυτός που έχει την κύρια ευθύνη για την απόκτηση και την καλλιέργειά τους είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να τις αποκτήσει. Με την προσπάθειά του να εθιστεί στις ανάλογες ενέργειες, με το ζήλο και τη βούληση να γίνει ένα ηθικό και ενάρετο ον, καταφέρνει, μετά από συνειδητή επανάληψη και συνειδητή απόκτηση της συνήθειας, να αποκτήσει πλέον την ηθική αρετή.
B2. Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης απέδειξε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως «Οὐδεμία τῶν ἠθικών ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται» αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού. Παράλληλα, βέβαια, τόνισε ότι: α) οι άνθρωποι είναι προικισμένοι από τη φύση με την ικανότητα να δεχτούν τις ηθικές αρετές. Ο άνθρωπος, ας πούµε, όταν γεννιέται, είναι εφοδιασµένος από τη φύση µε δυνατότητες και β) Αυτές γίνονται πράξη, όταν ακολουθήσει η ενέργεια, με την άσκηση είναι δυνατόν στο θέμα της αρετής οι άνθρωποι να «τελειοποιούνται», να φτάνουν στην τελείωση. Σ' αυτή την ενότητα θα στηρίξει την ίδια θέση χρησιμοποιώντας ένα νέο αποδεικτικό επιχείρημα, που εισάγεται με τη λέξη «ἔτι». Το «ἔτι» αποκτά εδώ μεταβατική και προσθετική σημασία. Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης κάνει μία αντιδιαστολή ανάμεσα στα γνωρίσματα που ο άνθρωπος έχει από τη φύση του (όπως οι αισθήσεις όραση, ακοή κτλ.) και στις αρετές. Για τα πρώτα (τα «εκ φύσεως») υποστηρίζει πως στον άνθρωπο πρώτα υπάρχει η δυνατότητα να πραγματωθούν και μετά ακολουθεί η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας (πρώτα η δύναμις και μετά η ενέργεια). Αυτό αποδεικνύεται με τις αισθήσεις, με τις οποίες η φύση προίκισε τον άνθρωπο: πρώτα τις είχαμε και μετά τις χρησιμοποιήσαμε. Δεν τις αποκτήσαμε με τη χρήση. Για τις αρετές, όμως, ισχύει το αντίθετο: πρώτα τις εφαρμόζουμε στην πράξη και μετά τις αποκτούμε. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις ηθικές αρετές και στα φυσικά γνωρίσματα του ανθρώπου πιστοποιεί, κατά τον Αριστοτέλη, για μια ακόμη φορά ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες. Όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως («ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται») : Είναι και πάλι πολύ χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης. Αυτά έχουν εκ των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν, αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η επανάληψη μιας ενέργειας. Για τα φυσικά γνωρίσματα αναφέρει το παράδειγμα των αισθήσεων (όρασης και ακοής), την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση, αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη χρησιμοποίησή τους. (στην περίπτωση λοιπόν αυτών των πραγμάτων κάνουμε τη διαπίστωση ότι αυτά στην αρχή υπάρχουν μέσα μας ως δυνατότητες• στις σχετικές ενέργειες προχωρούμε αργότερα (επειδή γεννιέμαι με την ικανότητα να βλέπω, «αρχίζω κάποια στιγμή» να βλέπω • ή: επειδή γεννιέμαι με την ικανότητα να ακούω, «αρχίζω κάποια στιγμή» να ακούω). Οι ηθικές αρετές («τὰς δ' ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον») : στις ηθικές αρετές προηγείται η ενέργεια, δηλαδή η εξάσκηση, η επανάληψη μιας ενέργειας, και ακολουθεί η κατάκτηση της ηθικής αρετής. Αλλά για να γίνει η αρετή από προδιάθεση αποκτημένη ιδιότητα, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να ασκηθεί σε αυτή. Ο Αριστοτέλης για τον τρόπο άσκησης αναφέρει «γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα («ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν»). Δύο παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, που αφορούν τις πρακτικές τέχνες αποδεικνύουν την αλήθεια της θέσης αυτής: για να αποκτήσει δηλαδή κανείς την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή πρέπει πρώτα να εξασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο της κιθάρας αντίστοιχα. Αναλογικά με τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται τρία παραδείγματα από τον χώρο της ηθικής, από τα οποία φαίνεται ότι οι δίκαιοι, οι σώφρονες και οι ανδρείοι αποκτούν τις συγκεκριμένες ιδιότητες έχοντας ασκηθεί σε αντίστοιχες δίκαιες, συνετές και ανδρείες πράξεις. Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στις πρακτικές τέχνες, συμβαίνει και στις ηθικές αρετές (αναλογία με τρία παραδείγματα ηθικών αρετών: της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας): με την επανάληψη και τον εθισμό σε ηθικές πράξεις αποκτούμε τις ηθικές αρετές. Για τις αρετές, που τις αποκτούμε, αφού τις εφαρμόσουμε στην πράξη, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των τεχνών (του οικοδόμου και του κιθαριστή). Από τις τέχνες, που τις μαθαίνουμε κάνοντας τες, καταλήγει και στο συμπέρασμα ότι με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις και ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις. Γίνεται έτσι και πάλι φανερό ότι ο Αριστοτέλης έχει τη δυνατότητα «να κάνει τα απλά δεδομένα της εμπειρίας, τα απλά δηλαδή δεδομένα της καθημερινής ζωής, αφετηρία για τη σκέψη του». Οικοδόµος ή κιθαριστής π.χ. γίνεται κάποιος που ασκεί µε επιµονή και µε λογισµό την τέχνη του. Το ίδιο ισχύει και για να γίνεται κανείς δίκαιος, σώφρων ή ανδρείος. Αυτά τα παραδείγµατα του Αριστοτέλη δεν σηµαίνουν σε καµιά περίπτωση πως ο φιλόσοφος συγχέει ή ταυτίζει την αρετή µε την τέχνη. Αν ξεπεράσουμε την περιττή χρήση του επιθέτου «άλλων», αφού σίγουρα οι αρετές δεν μπορούν να θεωρηθούν τέχνες/είναι φανερό πως ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η διαδικασία για την απόκτηση των ηθικών αρετών είναι όμοια με τη διαδικασία που χρειάζεται για να γίνουμε κάτοχοι των τεχνών. Απλώς αµφότερες οι περιπτώσεις έχουν ένα κοινό γνώρισµα: απαιτούν άσκηση, η οποία προηγείται της εκµάθησης. Το επιχείρημα του Αριστοτέλη σχηματικά: • Για ό,τι έχουμε από τη φύση (π.χ. αισθήσεις), πρώτα υπάρχει η δυνατότητα του να ενεργήσει και μετά ακολουθεί η ενέργεια τους, δηλαδή η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, η εφαρμογή στην πράξη. (δύναμις -> ἐνέργεια) • Με τις αρετές συμβαίνει το αντίθετο: πρώτα τις εφαρμόζουμε στην πράξη και μετά τις ακολουθούμε.(ἐνέργεια
-> δύναμις). • Συμπέρασμα: οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αφού δεν ακολουθούν την πορεία όσων υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως.
Β3.Σχολικό βιβλίο : «Πριν από όλα ...διανοητικές»
Β4. απουσία, ανούσιος αντοχή, σχετικός ευφυής, έμφυτος χρήση, εύχρηστος μάθημα, νομομαθής
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
"Ισοκράτους Αρχίδαμος, 103-105" Γ1. "Νομίζω δηλαδή, πως όλοι σας το ξέρετε, ότι ως τώρα έχουν γίνει στο παρελθόν πολλά παρόμοια γεγονότα, που στην αρχή όλος ο κόσμος τα θεώρησε ως συμφορές και
τους συμπονούσαν αυτούς που τα έπαθαν, ύστερα όμως άλλαξαν γνώμη, είδαν, ότι τα ίδια ακριβώς είχαν γίνει αιτία μεγίστων αγαθών. Και γιατί να πάμε μακριά; Ακόμη και σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι οι πρώτες πόλεις, και εννοώ την Αθήνα και τη Θήβα, έφθασαν σε μεγάλη ακμή όχι με την ειρήνη, παρά με τα ατυχήματα που δοκίμασαν πρώτα με τον πόλεμο κι ύστερα ανέλαβαν πάλι• και απ' αυτές η πρώτη απέκτησε την ηγεμονία της Ελλάδας, ενώ η δεύτερη έγινε τόσο μεγάλη σήμερα, όσο ποτέ κανένας δεν το περίμενε να γίνει• διότι η φήμη και η δόξα αποκτιούνται όχι με την ησυχία, παρά με τους αγώνες".
Γ2.
ὑμᾶς: έ πόρρω: πορρωτάτω ἀγαθῶν: ευ αὐτὰς: υμων αυτων ἡγεμόνα: ηγεμόσι οἶμαι: ώετο ὑπέλαβον: υπειληφθαι τοῖς παθοῦσιν : τοις πεισομένοις ἔγνωσαν: γνοίη καταστᾶσαν: κατάστηθι
Γ3α. ὑμᾶς : υποκείμενο του απαρεμφάτου "οὐκ ἀγνοεῖν ", ετεροπροσωπία
συμφοράς: κατηγορούμενο στο "ἃς" από το συνδετικό "εἶναι" τοῖς παθοῦσιν : "επιθετική μετοχή ως αντικείμενο στο ρήμα "συνηχθέσθησαν"
τί: αιτιατική της αιτίας στο "δεῖ "λαβούσας: κατηγορηματική μετοχή από το ρήμα "εὕροι-μεν ἂν ", συμημμένη στο αντικείμενο "τάς πόλεις" ἡγεμόνα: κατηγορούμενο στο "τήν μέν" από το "καταστᾶσαν".
Γ3β. -Ο ρήτωρ είπεν τάς ἐπιφανείας καί λαμπρότητας οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ' ἐκ τῶνἀγώνων γίγνεσθαι φιλειν.--Ο ρήτωρ είπεν ότι αἱ γὰρ ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ' ἐκ τῶνἀγώνων γίγνεσθαι φιλοιεν.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΓΥΡΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ