Ημερίδα Ιερέων στο Διαβατό για την εκκλησιαστική τέχνη στην ποιμαντική της Εκκλησίας
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Την Παρασκευή 13 Ιουνίου διοργανώθηκε στο πλαίσιο των Κ’ Παυλείων Ημερίδα για τους ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στον ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Διαβατού και είχε ως θέμα: «Η εκκλησιαστική τέχνη στην ποιμαντική της Εκκλησίας».
Νωρίτερα ο Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων τέλεσε αρχιερατική θεία λειτουργία και μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους ιερείς. Το θείο λόγο κήρυξε ο αρχιμ. Διονύσιος Ανθόπουλος αρχιερατικός Επίτροπος Αλεξανδρείας.
Ακολούθησαν οι εργασίες της Ημερίδας, την οποία παρουσίασε ο αρχιμ. Δημήτριος Μπακλαγής, αρχιερατικός Επίτροπος Μελίκης και Γραμματεύς της Ιεράς Μητροπόλεως.
Αρχικά χαιρετισμό απηύθυνε ο Μητροπολίτης και στη συνέχεια ακολούθησαν οι εισηγήσεις.
«Η φροντίδα των εκκλησιαστικών κειμηλίων στην ποιμαντική της Εκκλησίας»
Πρώτος εισηγητής ήταν ο κ. Γεώργιος Φουστέρης, Επικ. Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στην Α.Ε.Α.Θ. με θέμα «Η φροντίδα των εκκλησιαστικών κειμηλίων στην ποιμαντική της Εκκλησίας». Ο εισηγητής αναφέρθηκε στις επιπτώσεις των ραγδαίων εξελίξεων στην ελληνική κοινωνία μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο. Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν δραματικά και την εκκλησία με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων μεγάλες απώλειες στην πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ωστόσο η Εκκλησία παραμένει ο πιο σημαντικός χώρος διαφύλαξης ενός πολιτιστικού αποθέματος που δεν εκφράζει μόνο το εκκλησιαστικό βίωμα, αλλά και τη γενικότερη συλλογική μνήμη του λαού μας.
Επομένως υποχρέωση της Εκκλησίας, με ποιμαντικές διαστάσεις, είναι να προσανατολίζεται στη διάσωση όχι μόνο των κειμηλίων, αλλά και κάθε τεκμηρίου της ιστορικής μνήμης που συνδέεται άρρηκτα με το εσχατολογικό βίωμα της Εκκλησίας. Γραπτά αρχεία, σχέδια, συμφωνητικά, φωτογραφίες κάθε είδους μπορούν να ενσωματωθούν σε συλλογές των ιερών ναών, να ψηφιοποιούνται για να διευκολύνουν την επιστημονική έρευνα και τη διατήρηση του πολιτιστικού αποθέματος.
«Προστασία και διαφύλαξη της θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονιμιάς»
Δεύτερη εισηγήτρια ήταν η κ. Μαίρη Χειμονοπούλου αρχαιολόγος με θέμα: «Προστασία και διαφύλαξη της θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονομιάς». Η εισηγήτρια παρουσίασε με επιγραμματικό τρόπο τους νόμους για την προστασία των αρχαιοτήτων και ειδικότερα των Μεσαιωνικών και Χριστιανικών. Έγινε αναφορά σε διάφορες αποκαταστάσεις βυζαντινών μνημείων κατά τον 20ο αιώνα. Τονίστηκε ότι η αποκατάσταση και συντήρηση μνημείων θρησκευτικού χαρακτήρα χρειάζεται διεπιστημονική συνεργασία κάτω από τον συντονισμό της αρχαιολογικής υπηρεσίας ,ώστε να εξασφαλιστεί η υλική ακεραιότητα και η μεταβίβασή τους στις επόμενες γενιές.
Στο τέλος της Ημερίδας έγινε ενημέρωση για την εθελοντική αιμοδοσία από τον ιατρό κ. Θεόφιλο Κουπίδη. Ακολούθησε γεύμα που παρέθεσε η ενορία αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης Διαβατού.
Ο χαιρετισμός του Μητροπολίτη
Τό θέμα τῆς φετινῆς Ἡμερίδος τῶν ἱερέων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, πού ἐντάσσεται, ὅπως καί κάθε χρόνο, στόν κύκλο ἐκδηλώσεων τῶν «Παυλείων», συνδέεται μέ τό γενικό θέμα τῶν Κ´ ἐπετειακῶν Παυλείων πού πραγματοποιοῦνται αὐτόν τό μήνα στή Μητρόπολή μας, καί εἶναι «Ἐκκλησιαστικές τέχνες στήν ποιμαντική».
Ἄν δεῖ κανείς τό θέμα αὐτό πρόχειρα, φαίνεται νά διαφέρει ἀπό τά θέματα πού συνήθως μᾶς ἀπασχολοῦν, φαίνεται ἴσως σέ κάποιους νά μήν εἶναι καί τόσο «πνευματικό».
Ἄν τό δοῦμε ὅμως πιό προσεκτικά, θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι ἴσως δέν ὑπάρχει πιό πνευματικό θέμα ἀπό αὐτό, ἀλλά καί πιό σπουδαῖο βοήθημα στήν ποιμαντική μας ἀπό τίς Ἐκκλησιαστικές τέχνες. Καί τό χαρακτηρίζω πνευματικό γιά μιά σειρά λόγων πού θά ἤθελα νά σᾶς ἐκθέσω μέ συντομία.
Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ὅτι κάθε τι πού σχετίζεται μέ τίς Ἐκκλησιαστικές μας τέχνες εἶναι μέρος τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πατέρες καί οἰ πρόγονοί μας. Εἶναι καρπός τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος πού συνταιριάσθηκε ἁρμονικά μέ τό χριστιανικό καί ἔδωσε ἄφθαστα σέ τέχνη καί κάλλος δημιουργήματα τά ὁποῖα θαυμάζει ὅλος ὁ κόσμος καί τά ὁποῖα συγκινοῦν τίς ψυχές μας. Κατά συνέπεια τά ἀντικείμενα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς τέχνης εἶναι ἔργα πνευματικά καί ὄχι ὑλικά, ἔστω κι ἄν εἶναι κατασκευασμένα ἀπό ὕλη.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι τά ἔργα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς τέχνης ἐκφράζουν τήν πνευματικότητα τῶν δημιουργῶν τους, τόσο τῶν ἐπωνύμων ὅσο καί τῶν ἀνωνύμων.
Σέ πολλά ἔργα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης τά ὀνόματα τῶν δημιουργῶν δέν μᾶς σώθηκαν, εἴτε οἱ ἴδιοι οἱ δημιουργοί τους θέλησαν γιά λόγους ταπεινοφροσύνης νά τά ἀποσιωπήσουν. Ὅμως σέ ὅσα ἔργα μᾶς σώθηκαν τά ὀνόματά τους, ὅπως σέ ἔργα τῆς Ὑμνογραφίας ἤ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, γιατί Ἐκκλησιαστικές τέχνες εἶναι καί αὐτές, τά περισσότερα ὀνόματα εἶναι ὀνόματα μεγάλων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου καί τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλη καί τόσων ἄλλων, πού ἐξέφρασαν μέσα ἀπό τούς ὕμνους τους, εἴτε συνέθεσαν τούς στίχους εἴτε τή μουσική, τά πνευματικά τους βιώματα καί τίς ἐμπειρίες τους ἀπό τόν ἀγῶνα τους γιά νά πλησιάσουν τόν Θεό καί ἀκόμη συχνά καί τίς μυστικές ἐμπειρίες τῆς συναντήσεώς τους μαζί του ἤ τή θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ἀλλά καί τά ἔργα τῶν ὁποίων δέν γνωρίζουμε τούς δημιουργούς, ξέρουμε ὅτι ἦταν ἔργα πού ἔγιναν μέ πολλή προσευχή καί περισυλλογή, ἔργα πού ἔγιναν μέ εὐλάβεια καί ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔργα πού ὑγράθηκαν ἀπό τά δάκρυα τῆς προσευχῆς, ἔργα πού ἀποτελοῦν προϊόν κόπου καί μόχθου καί ὑπομονῆς καί ἀποβλέπουν σέ ἕνα καί μόνο σκοπό, στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιατί σέ τί ἄλλο μπορεῖ νά ἀπέβλεπαν μοναχοί καί λαϊκοί ἁγιογράφοι πού ἡμέρες καί μῆνες σκαρφαλωμένοι κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες, καθώς δέν διέθεταν τίς σύγχρονες ἀνέσεις, ἱστοροῦσαν τή μορφή τοῦ Παντοκράτορα στόν τροῦλο τῶν ἱερῶν ναῶν ἤ τῆς Παναγίας στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος; Σέ τί ἄλλο μπορεῖ νά ἀπέβλεπαν οἱ ἐπιδέξιοι ἐκεῖνοι τεχνίτες πού ὅλοι τους τή ζωή σμίλευαν τό μάρμαρο γιά νά δημιουργήσουν περίτεχνα κιονόκρανα, ἤ δούλευαν τόν χρυσό, τό ἀσήμι, τό ἐλεφαντόδοντο, τίς ψηφίδες, γιά νά δημιουργήσουν ἔργα ἀνυπέρβλητης τέχνης καί εὐλαβείας; Σέ τί ἄλλο μπορεῖ νά ἀπέβλεπαν εὐσεβεῖς μοναχές καί ἄξιες γυναῖκες πού ἀφιέρωναν τή ζωή τους γιά νά κεντοῦν μέ ὑπομονή καί ἀνυπέρβλητη τέχνη ἄμφια ἱερά καί καλύμματα, ἐπιταφίους καί ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν στή λατρεία; Ἀναμφίβολα, λοιπόν, ὅλα αὐτά εἶναι ἔργα πνευματικά.
Ὁ τρίτος λόγος εἶναι ὅτι ὅλα τά ἔργα τῆς ἐκκλησιατικῆς τέχνης δέν δημιουργήθηκαν μόνο ὡς ἔκφραση τῆς πνευματικότητος τῶν δημιουργῶν τους ἀλλά καί μέ σκοπό νά βοηθήσουν τούς πιστούς στήν πνευματική τους καλλιέργεια καί ἀνύψωση, δημιουργήθηκαν μέ σκοπό νά διδάξουν ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, πού δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσουν οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν τήν ἀπαιτούμενη μόρφωση, διδάσκοντας μέ ἕνα τρόπο ἐποπτικό, σέ μιά ἐποχή πού ἡ ἐπιστήμη τῆς διδακτικῆς καί τῆς παιδαγωγικῆς τόν ἀγνοοῦσε.
Θά πρέπει νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας ἰδιαίτερα εὐτυχεῖς καί εὐνοημένους ἀπό τόν Θεό, γιατί ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη, ὡς παλαιά καί ἱστορική Μητρόπολη, ἔχει μακραίωνη παράδοση ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί κατέχει ἀναρίθμητους θησαυρούς, παλαιότερους καί νεότερους, πού βρίσκονται στή διάθεσή μας γιά τό ποιμαντικό μας ἔργο.
Εἶναι ὅμως πρωτίστως σημαντικό νά γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί νά κατανοοῦμε τήν ἀξία καί τή σημασία τους.
Κάθε ἔργο τέχνης, καί φυσικά καί κάθε ἔργο Ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, εἶναι ἔργο μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο, πού ἔχουμε χρέος νά τό συντηροῦμε καί νά τό διαφυλάττουμε. Δέν ἀντικαθίσταται μέ κάτι νεώτερο, ἁπλῶς ὑποκαθίσταται. Γι᾽ αὐτό καί θά πρέπει νά μεριμνοῦμε καί νά φροντίζουμε ἰδιαιτέρως γιά τή διαφύλαξή τους. Δέν εἶναι δικά μας: μᾶς τά κληροδότησαν οἱ πατέρες μας καί ἔχουμε χρέος νά τά παραδώσουμε στούς νεωτέρους. Εἴτε πρόκειται γιά εἰκόνες, εἴτε πρόκειται γιά τοιχογραφίες εἴτε πρόκειται γιά ἱερά σκεύη ἤ παλαιά λειτουργικά βιβλία, εἴτε πρόκειται γιά τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, θά πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζουμε μέ τόν σεβασμό καί τήν προσοχή πού ἁρμόζει, θά πρέπει νά φροντίζουμε γιά τή συντήρησή τους, πάντοτε σέ συνεργασία μέ εἰδικούς καί μέ ὑπευθύνους τούς ἀρχαιολόγους πού μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν στήν ἀποτελεσματικότερη συντήρηση καί διατήρησή τους, ὥστε νά προστατεύονται καί νά ἀναδεικνύονται.
Αὐτόν τόν σεβασμό θά πρέπει στό πλαίσιο τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου νά τόν μεταδώσουμε καί στούς πιστούς μας. Νά τούς διδάξουμε πόσο σπουδαῖα εἶναι ἡ πολιτιστική κληρονομιά τῆς ἐκκλησιαστιακῆς μας τέχνης. Πόσο σπουδαῖο εἶναι νά ἐκκλησιάζεσαι μέσα σέ ἕνα ναό πού κτίσθηκε πρίν ἀπό 8 αἰῶνες, πού ἁγιογραφήθηκε ἀπό σπουδαίους τεχνίτες, σέ ἕνα ναό πού λειτούργησαν ἅγιοι ἱεράρχες πού τιμοῦμε, ἀλλά καί πόσο σπουδαῖο εἶναι νά ἔχουμε βιβλία λειτουργικά μέ ἐνθυμήσεις πού καταγράφουν τήν ἱστορία τῆς περιοχῆς μας. Ἀλλά καί πόσο σπουδαῖο εἶναι νά προσευχόμαστε μέ ὕμνους καί εὐχές πού ἔγραψαν αἰῶνες πρίν ἅγιοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅμως εἶναι τόσο ἐπίκαιροι σάν νά γράφτηκαν γιά μᾶς σήμερα.
Θά πρέπει ἀκόμη νά ἐξηγήσουμε τί σημαίνει ὀρθός σεβασμός καί εὐλάβεια σχετικά μέ τίς εἰκόνες, γιά νά μή διαιωνίζεται ἡ καταστροφή τους μέ κακῶς ἐννοούμενες εὐλαβεῖς συνήθειες, ὅπως τό νά γράφει κανείς ὀνόματα χαράσσοντας καί καταστρέφοντας τίς τοιχογραφίες, κάνοντας σταυρούς μέ τόν καπνό ἑνός κεριοῦ καί ἄλλα παρόμοια.
Θά πρέπει νά κατανοήσουμε πρῶτα ἐμεῖς καί στή συνέχεια νά μεταδώσουμε καί στούς ἀδελφούς μας τό νόημα καί τό περιεχόμενο τῶν ὕμνων καί τῶν εὐχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά πρέπει νά συνηθίσουμε καί νά ἐπιμένουμε στήν ὀρθή ἀνάγνωση ἤ ψαλμωδία τῶν ὕμνων, ὥστε οἱ πιστοί νά καταλαβαίνουν τίς λέξεις καί νά παρακολουθοῦν τό νόημά τους. Νά τούς ἐξηγήσουμε ὅτι οἱ ὕμνοι δέν εἶναι ἀκατάληπτα γλωσσικά κείμενα γιά ἀνθρώπους κάποιας ἄλλης ἐποχῆς καί ἀκατάλληλα γιά ὅσους δέν ξέρουν ἀρχαῖα ἑλληνικά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκριβῶς ἐπειδή ἐκφράζουν τήν πίστη καί τά αἰσθήματα τῶν ὑμνογράφων, ἀγγίζουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί ἐάν δέν καταλαβαίνουν ὅλες τίς λέξεις, καί ἀποτελοῦν ἕνα πολύτιμο βοήθημα στήν ποιμαντική μας, γιατί μεταδίδουν ὅ,τι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά μεταδώσουμε ἀκόμη καί μέ τό καλύτερο κήρυγμα.
Ζῶντας στήν ἐποχή τῶν εἰκόνων, θά πρέπει ὅλοι νά μάθουμε νά σεβόμαστε τίς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας τέχνης, φορητές καί ἐντοίχιες, γιατί μᾶς διδάσκουν τήν πίστη μας. Μᾶς κάνουν γνωστούς ἁγίους πού μπορεῖ νά μήν ἔχουμε διαβάσει ποτέ τόν βίο τους ἤ καί νά μήν γνωρίζουμε τό ὄνομά τους. Μᾶς βοηθοῦν βλέποντας τά ἱερά τους πρόσωπα καί τά μαρτύρια τους νά κατανοήσουμε τί σημαίνει μαρτύριο, τί σημαίνει ἄσκηση καί σέ ποιούς ὀφείλουμε ὅτι ἡ πίστη μας διατηρήθηκε καί δέν χάθηκε τόσους αἰῶνες, ἀλλά καί ἐνισχυόμεθα ἀπό τήν προσπάθεια τῶν ἁγίων μας «ἵνα μεθ᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», ὅπως θά ἀκούσουμε τήν Κυριακή στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἀποτελεῖ ὄντως ἐξαιρετική εὐλογία ὅτι ἔχουμε ἕνα θησαυρό Ἐκκλησιαστικῆς τέχνης στήν Ἱερά Μητρόπολή μας, ἔχουμε ναούς παλαιούς καί ἱστορικούς μέ σπουδαῖες εἰκόνες καί τοιχογραφίες, ἔχουμε σπουδαία μουσική παράδοση. Καί ὅλα αὐτά ἔχουμε χρέος νά τόν ἀξιοποιήσουμε ὅπως ἁρμόζει.
Σήμερα μάλιστα ἔχουμε τή χαρά οἱ ὁμιλητές μας νά εἶναι δύο εἰδικοί ἐπιστήμονες σέ θέματα Ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί ἔτσι θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε χρήσιμα καί ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιά τή φροντίδα καί τήν προστασία αὐτῶν τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν. Ὁμιλητές μας εἶναι ὁ κ. Γεώργιος Φουστέρης, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης, πού θά μᾶς ἀναπτύξει τό θέμα «Ἡ φροντίδα τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων στήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας», καί ἡ κ. Μαρία Χειμωνοπούλου, ἀρχαιολόγος ἀπό τήν Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Βεροίας, ἡ ὁποία θά μᾶς ἀναπτύξει τό θέμα «Προστασία καί διαφύλαξη τῆς θρησκευτικῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς».
Τούς εὐχαριστῶ καί τούς δύο θερμά γιατί ἀνταποκρίθηκαν μέ προθυμία στήν πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί γιά ὅσα ἐνδιαφέροντα καί χρήσιμα θά μᾶς ποῦν.